διασεισμός

διασεισμός
διασεισμός, ο (Μ)
1. αδίκημα εκβιασμού με δράστη κρατικό ή στρατιωτικό αξιωματούχο
2. αναταραχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διασεισμοῦ — διασεισμός abuse of power masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασεισμῷ — διασεισμός abuse of power masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασεισμόν — διασεισμός abuse of power masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”